- ψιλικατζίδικο
- [псиликадзидико] ουσ ο галантерейная лавка.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
γέλγη — γέλγη, τα και γέγλη, η (Α) 1. τα ψιλικά 2. το ψιλικατζίδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις*] … Dictionary of Greek
εμπορικάκι — το μικρό εμπορικό κατάστημα (ιδίως ψιλικών και ειδών χαρτοπωλείου), ψιλικατζίδικο … Dictionary of Greek
μικρομάγαζο — το μικρό μαγαζί που κάνει μικρεμπόριο, μαγαζάκι, ψιλικατζίδικο … Dictionary of Greek
εμπορικάκι — το υποκοριστικό του εμπορικό (βλ. λ.), μικρό εμπορικό κατάστημα (ιδίως ψιλικών), ψιλικατζίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)